- αλδεΰδη
- ηAldehyd m
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
ακρολεΐνη ή ακρυλική αλδεΰδη ή προπενάλη — Ακόρεστη αλδεΰδη (βλ. λ.), το απλούστερο μέλος της σειράς, με τύπο CH2=CH CHO. Είναι υγρό άχρωμο, πτητικό, εξαιρετικά δραστικό, εύφλεκτο και πολύ επικίνδυνο για βιομηχανική χρήση. Έχει σημείο βρασμού 52,5°C, έντονη δυσάρεστη ερεθιστική οσμή και… … Dictionary of Greek
ακεταλδεΰδη ή οξική αλδεΰδη ή αιθανάλη — Οργανική ένωση του τύπου CΗ3CHO, ένα από τα απλούστερα μέλη της σειράς των αλδεϋδών. Είναι υγρό άχρωμο και ευκίνητο, με έντονη οσμή, σημείο ζέσης 20,8°C και σημείο τήξης 121°C. Αναμειγνύεται σε όλες τις αναλογίες με το νερό, την αλκοόλη και τον… … Dictionary of Greek
ακρυλική αλδεΰδη — Βλ. λ. ακρολεΐνη … Dictionary of Greek
φορμαλδεΰδη ή μυρμηκική αλδεΰδη — Πρώτο μέλος της τάξης των αλειφατικών αλδεϋδών του τύπου Η CHO. Παρασκευάζεται γενικά με οξείδωση της μεθυλικής αλκοόλης με οξυγόνο του αέρα σε παρουσία καταλύτη από χαλκό ή άργυρο: 2CH3OH + O2→ 2CH2O + 2Η2Ο. Η φ. είναι αέριο άχρωμο ερεθιστικής… … Dictionary of Greek
φαινυλακεταλδεΰδη — η, Ν χημ. μονοκυκλική οργανική ένωση, αρωματική αλδεΰδη, γνωστή και ως φαινυλοξική αλδεΰδη ή φαινυλαιθανάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenylacetaldehyde < phenylacetic (< phenyl [βλ. φαινύλιο] + acetic [βλ. ακετ ]) + aldehyde «αλδεΰδη»] … Dictionary of Greek
κουμιναλδεΰδη — η χημ. κυκλική, οργανική ένωση, αρωματική αλδεΰδη που απαντά στο κουμινέλαιο, αλλ. κουμινική αλδεΰδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cumaldehyde < cum (< cumin) + aldehyde (< γερμ. aldehyd < νεολατ. aldehyd,… … Dictionary of Greek
προπανάλη — η, Ν χημ. ἀκυκλη οργανική ένωση, αλδεΰδη, παράγωγο τού προπανίου, γνωστή και ως προπιοναλδεΰδη ή προπιονική αλδεΰδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. propanal < propane (βλ. προπάνιο)] … Dictionary of Greek
σαλικυλικός — ή, ό, Ν 1. χημ. ονομασία κατηγορίας χημικών ενώσεων 2. φρ. α) «σαλικυλική αλδεΰδη» χημ. κυκλική οργανική ένωση, φαινόλη και, συγχρόνως, αρωματική αλδεΰδη, άχρωμο ελαιώδες υγρό με οσμή πικραμυγδάλου, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στην… … Dictionary of Greek
τιγλικός — ή, ό, Ν φρ. α) «τιγλικό οξύ» χημ. ακόρεστη με έναν διπλό δεσμό άκυκλη οργανική ένωση, μονοκαρβονικό οξύ β) «τιγλική αλδεΰδη» χημ. η αντίστοιχη προς το τιγλικό οξύ αλδεΰδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tiglic acid <… … Dictionary of Greek
φορμαλδεΰδη — η, Ν 1. χημ. άκυκλη οργανική χημική ένωση, το πρώτο μέλος τής ομόλογης σειράς τών κορεσμένων μονοαλδεϋδών, γνωστή και ως μυρμηκική αλδεΰδη καθώς και με τη συστηματική ονομασία μεθανάλη 2. (φαρμ.) διαυγές, άχρωμο και δριμείας οσμής διάλυμα, που… … Dictionary of Greek
φουρφουράλη — η, Ν χημ. ετεροκυκλική οργανική ένωση, αλδεΰδη που είναι παράγωγο τού φουρανίου, γνωστή και ως φουρφουραλδεΰδη ή φουροϊκή αλδεΰδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. furfural, συντμ. τ. τού furfuraldehyde < λατ. furfur… … Dictionary of Greek